- παραέχω
- [параэхо] р. иметь в избытке.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
παραέχω — έχω κάτι σε μεγάλο βαθμό, δηλ. περισσότερο από όσο πρέπει, έχω με το παραπάνω («παραέχεις υπομονή») … Dictionary of Greek
παραέχω — πρτ. παραείχα, έχω κάτι σε μεγάλο βαθμό, έχω πάρα πολύ: Παραέχει πιει και δεν ξέρει τι λέει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
παραθαρρεύω — παραθάρρεψα 1. παίρνω πολύ θάρρος, εξοικειώνομαι πέρα από κάθε ανεκτό όριο: Παραθάρρεψες με τους μεγάλους. 2. παραέχω εμπιστοσύνη, παραπιστεύω: Παραθάρρεψες πως θα μείνει ως το τέλος πιστός στη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)